δουλόφρονας

δουλόφρονας
ο, η (Μ δουλόφρων, -ον)
αυτός που έχει φρόνημα δούλου, χαμερπής, ευτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δούλος + -φρων < φρην].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δουλόφρονας — ο δουλοπρεπής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δουλοπρεπής — ές και δουλόπρεπος, η, ο (AM δουλοπρεπής, ές) 1. αυτός που ταιριάζει σε δούλο, ευτελής, ταπεινός 2. (για πρόσ.) δουλόφρονας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”